οξύγναθος

οξύγναθος
-η, -ο
1. αυτός που έχει αιχμηρή την κάτω σιαγόνα
2. (για ζώο) αυτός που έχει οξύ ρύγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxygnathous (< οξυ-* + γνάθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυγναθισμός — ο το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού οξύγναθου, δηλ. τού ατόμου που έχει αιχμηρή την κάτω σιαγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύγναθος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”